εξόπλιση — η (AM ἐξόπλισις) [εξοπλίζω] ο εξοπλισμός μσν. τιμητική συνοδεία, πομπή … Dictionary of Greek
εξόπλιση — η εξοπλισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωράκιση — ἡ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση 2. συνεκδ. οι πλάκες τού θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων 3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης τής διάδοσης ηλεκτρικών ή… … Dictionary of Greek
καθόπλισις — καθόπλισις, ἡ (Α) [καθοπλίζω] τέλεια εξόπλιση, αρμάτωμα («τελείαν ἔχουσι τὴν καθόπλισιν», Ξεν.) … Dictionary of Greek
οπλισμός — ο (ΑΜ ὁπλισμός) [οπλίζω] νεοελλ. 1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός 2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών όπλων και τών πολεμοφοδίων, τα όπλα 3. (μηχανολ.) το σύνολο τών μεταλλικών εξαρτημάτων και συνδέσμων τής μηχανής 4. μουσ. όλα τα… … Dictionary of Greek
όπλιση — η (Α ὅπλισις) [οπλίζω] νεοελλ. 1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός 2. (σχετικά με πυροβόλο όπλο) η τοποθέτηση βλήματος σε θέση βολής ώστε να υπολείπεται μόνο η πίεση τής σκανδάλης για την εκπυρσοκρότηση 3. (φωτογρ.) χειρισμός… … Dictionary of Greek
αρματώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. εφοδιάζω κάποιον ή κάτι με όλα τα απαραίτητα: Αρμάτωσαν το καράβι με τα όλα του κι άρχισαν τα ταξίδια. 2. στολίζω: Ντύσου, αρματώσου, λυγερή, και βάλε τα καλά σου (δημ. τραγ.). Ουσ. αρμάτωμα, το ατος, εξόπλιση, εφοδιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)